Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τυχόντως — by chance indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχόντως — ΝΑ επίρρ. κατά τύχη, τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. τυχών, όντος τού αορ. β ἔτυχον τού τυγχάνω] … Dictionary of Greek